- φαρμακογεωγραφία
- η, Ν(παλ. όρος) τμήμα τής φαρμακογνωσίας, που έχει ως αντικείμενο την τοπική προέλευση τών φυτικών φαρμάκων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φαρμακογεωγραφία — η τμήμα της φαρμακογνωσίας (βλ. λ.), που ασχολείται με την τοπική προέλευση των φυτικών φαρμάκων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… … Dictionary of Greek